αξιαγάπητος

αξιαγάπητος
-η, -ο (AM ἀξιαγάπητος, -ον)
αυτός που αξίζει να τον αγαπούν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αξιαγάπητος — η, ο αυτός που είναι άξιος να αγαπιέται: Και στους πιο δύσκολους καιρούς δεν έπαψε να ’ναι άνθρωπος αξιαγάπητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …   Dictionary of Greek

  • αγαπησ(ι)άρης — (ι)άρα, (ι)άρικο 1. φιλόστοργος, εύσπλαχνος 2. ο επιρρεπής στον έρωτα, ερωτύλος, φιλήδονος, ερωτιάρης 3. αυτός που προκαλεί την αγάπη, που αγαπιέται εύκολα, ο αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγάπησα, αόρ. τού ρ. αγαπώ + κατάλ. ιάρης] …   Dictionary of Greek

  • αγαπητερός — ή, ό [αγαπητός] 1. αγαπητός, αξιαγάπητος 2. ο γεμάτος αγάπη …   Dictionary of Greek

  • αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… …   Dictionary of Greek

  • ανεμώνη — (anemone). Ονομασία πολυάριθμων λουλουδιών και φυτών, από τα οποία άλλα είναι αυτοφυή και άλλα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Το γένος α. ανήκει στην οικογένεια των ρανουγκουλιδών και περιλαμβάνει ριζωματώδεις πόες με πρώιμη ανοιξιάτικη… …   Dictionary of Greek

  • αξιέραστος — η, ο (Α ἀξιέραστος, ον) αξιαγάπητος, θελκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αξιος + εραστός < ερώ «αγαπώ»] …   Dictionary of Greek

  • αξιοφίλητος — ἀξιοφίλητος, ον (Α) ο αξιαγάπητος* …   Dictionary of Greek

  • επέραστος — ἐπέραστος, ον (AM) 1. αξιαγάπητος 2. ποθητός, επιθυμητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εραστός «ρηματικό επίθ. τού ρ. έραμαι «αγαπώ»] …   Dictionary of Greek

  • επήρατος — ἐπήρατος, ον (Α) 1. (για πράγμ.) ευχάριστος («δαιτὸς ἐπηράτου», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερατός (ρηματ. επίθ. τού ερώ «αγαπώ»), το η τού τ. λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”